- αψήφιστος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δεν ψήφισε: Μείναμε αψήφιστοι, γιατί φτάσαμε αργά.2. αυτός που δεν ψηφίστηκε: Αψήφιστος έμεινε κι από τους συγγενείς του ακόμη.3. ριψοκίνδυνος: Ο καπετάνιος ήταν άνθρωπος αψήφιστος.4. ανάξιος λόγου, ασήμαντος: Σπίθα μικρή κι αψήφιστη (δημοτ. στίχος)· συνηθ. φρ. «το πήρα αψήφιστα», δεν το θεώρησα σπουδαίο, δε λογάριασα τις συνέπειες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.